- ἀγαμένως
- ἀγᾰμένως, Adv. part. [tense] pres. of ἄγαμαι,A with admiration or respect,
ἀ. λέγειν Arist.Rh.1408a18
;ἀ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο Pl.Phd.89a
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀ. λέγειν Arist.Rh.1408a18
;ἀ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο Pl.Phd.89a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγαμένως — ἀγαμένως επίρρ. (Α) με θαυμασμό ή με σεβασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάμενος, μτχ. του ρ. ἄγαμαι] … Dictionary of Greek
ἀγαμένως — ἄγαμαι wonder pres part mp masc acc pl (doric) ἀγᾱμένως , ἀγάομαι admiring pres part mp masc acc pl (epic doric aeolic) ἀγᾱμένως , ἀγάω pres part mp masc acc pl (doric) ἀγᾱμένως , ἀγάζω exalt overmuch fut part mid masc acc pl (doric) ἀγαμένως… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγαμαι — ἄγαμαι (Α) 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ 2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα 3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ίδια ρίζα με το ἀγα . ΠΑΡ. ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι] … Dictionary of Greek